δυσφημιστικός

δυσφημιστικός
calomnieux

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • λιβελλογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιβελλογραφία, δυσφημιστικός, εξυβριστικός («λιβελλογραφικό δημοσίευμα»). επίρρ... λιβελλογραφικώς και ά υβριστικά, δυσφημιστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιβελλογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν… …   Dictionary of Greek

  • στηλίτης — ο, ΝΑ, θηλ. στηλίτις και στηλῑτις και σταλῑτις, ίτιδος Α (κατά την αρχαιότητα) άτομο τού οποίου το όνομα ήταν γραμμένο πάνω σε στήλη για διασυρμό και στιγματισμό τών πράξεών του νεοελλ. 1. μοναχός που ασκητεύει πάνω σε στήλη, αλλ. στυλίτης 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”